ελευθέρωμα

ελευθέρωμα
ελευθέρωμα, το και ελευθερωμός, ο και λευτέρωμα, το
1. απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή.
2. (για έγκυα γυναίκα), ο τοκετός, η γέννα, η λευτεριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελευθέρωμα — και λευτέρωμα, το (ΑΜ ἐλευθέρωμα) απελευθέρωση, απολύτρωση νεοελλ. (για έγκυο γυναίκα) τοκετός …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρωση — η το ελευθέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθερωμός — ο βλ. ελευθέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”