- ελευθέρωμα
- ελευθέρωμα, το και ελευθερωμός, ο και λευτέρωμα, το1. απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή.2. (για έγκυα γυναίκα), ο τοκετός, η γέννα, η λευτεριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.